- Ινδονήσιος
- ο , Ινδονήσια [-ία] η индонези|ец, -йка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ινδονήσιος — ο θηλ. α που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδονησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σουκάρνο, Αχμέντ — Ινδονήσιος πολιτικός (Σουραμπάγια, Ιάβα 1901 Τζακάρτα 1970). Το όνομά του είναι στενότατα συνδεμένο με την πρόσφατη ιστορία της Ινδονησίας, που της πρόσφερε την ανεξαρτησία και τη Δημοκρατία. Υπήρξε πρόεδρος του Εθνικού Ινδονησιακού κόμματος το… … Dictionary of Greek